- κλειδώσεως
- κλειδώσεω̆ς , κλείδωσιςfasteningfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MANGANA — apud Suidam, γαυλὸς οινηρὸν ἀγγεῖον, ἐκ ξύλων κατεςκευασμένον, ἣν Ι᾿ταλοὶ μαγγάναν ὀνομάζουσι, vas estvinarium, e lignis coagmentatum, quod cupam Latini seu vagnam, dixere, item buttin, Salmas. ad Capitolin, in Maximinss. c. 22. Manganum vero… … Hofmann J. Lexicon universale
επαγκώνιο — ἐπαγκώνιον, το (Μ) εξάρτημα τής πανοπλίας των ιπποτών που κάλυπτε τον αγκώνα και το εσωτερικό τής κλειδώσεως … Dictionary of Greek